Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υβριδική εκπαίδευση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hybrid learning

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υβριδική εκπαίδευση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία