τυρώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
τυρώνω, πρτ.: τύρωνα, στ.μέλλ.: θα τυρώσω, αόρ.: τύρωσα, μτχ.π.π.: τυρωμένος
- ρίχνω τριμμένο τυρί σε φαγητό, κυρίως μακαρόνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυρώνω
|
τυρώνω, πρτ.: τύρωνα, στ.μέλλ.: θα τυρώσω, αόρ.: τύρωσα, μτχ.π.π.: τυρωμένος
|