Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυροκόμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τυροκόμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τυροκομώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τυροκομώ