Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τυροκόμησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος τυροκομώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τυροκομώ