Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυρεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυρεύω
<
τυρός
(τυρί) +
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
τυρεύω
τυροκομώ
, φτιάχνω τυρί. Απαντάται σε ελάχιστες μορφές, όπως στου παρατατικού –ετύρευον
Συνώνυμα
επεξεργασία
τυρέω
τυρόω
Συγγενικά
επεξεργασία
τυρεία
τυρευτής
τύρευσις