Ετυμολογία

επεξεργασία
τυρεύω < τυρός (τυρί) + -εύω

τυρεύω

  • τυροκομώ, φτιάχνω τυρί. Απαντάται σε ελάχιστες μορφές, όπως στου παρατατικού –ετύρευον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία