τυραννικῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυραννικῶς < τυραννικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
επεξεργασίατυραννικῶς, συγκριτικός :τυραννικώτερον
Πηγές
επεξεργασία- τυραννικῶς, τυραννικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.