Δείτε επίσης: τυραννέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυραννεύω < αρχαία ελληνική από το ουσιαστικό τύρανν-ος με πρόσληψη της κατάληξης -εύω κατά αναλογία του βασιλεύς- βασιλεύω. Πρώτα προηγήθηκε το τύραννος και μετά ακολούθησε το ρήμα εκ των πεπραγμένων.

τυραννεύω

Σημειώσεις

επεξεργασία

Το ρήμα τυραννεύω χρησιμοποιούνταν μόνο επιλεκτικά γι αυτό η λέξη λέγονταν για τον ήπιο και χρηστό Πεισίστρατο, αλλά ουδέποτε για τους σκληρούς και δεσποτικούς βασιλείς της Περσίας για τους οποίους κάνανε χρήση του ρ. τυραννέω.


  Μεταφράσεις

επεξεργασία