Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσουρούφλισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τσουρούφλισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τσουρουφλίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τσουρουφλίζω