Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.fliˈcu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐φλι‐κιού

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τσιφλικιού ουδέτερο