Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαγιρό < τσαγ- (τσάι) + -ερό[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡sa.ʝiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐γι‐ρό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαγιρό ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 299..