Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσέπωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τσέπωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τσεπώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τσεπώνω