τρόκι
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρόκι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) φορτηγό αυτοκίνητο
- ⮡ Ήρθε με το τρόκι και πήρε τα ξύλα.
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
τρόκι ουδέτερο