τριόμφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριόμφος < (άμεσο δάνειο) ιταλική triomfo + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριόμφος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.