τρεμολάντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρεμολάντο < ιταλική tremolando
Επίρρημα
επεξεργασίατρεμολάντο
- (μουσική) τρέμοντας, δίνοντας στον ήχο έναν τρεμουλιαστό, παλλόμενο τόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρεμολάντο
τρεμολάντο