Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραφικέιτορ < αγγλικά (παρωχημένο) trafficator

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραφικέιτορ αρσενικό άκλιτο

βάλε τραφικέιτορ για να αλλάξουμε λωρίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία