Ετυμολογία

επεξεργασία
τρανώνω < ελληνιστική κοινή τρανόω[1] / τρανῶ < τρανός < αρχαία ελληνική τρανής

τρανώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τρανώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. τρανόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.