Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίχαπτον < αρχαία ελληνική τρίχαπτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾi.xa.pton/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρί‐χα‐πτον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίχαπτον ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία