Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίηχο < τρι- + ήχος
 
τρίηχo: εδώ οι τρείς φθόγγοι έχουν συνολική αξία 2/4

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίηχο ουδέτερο

  • (μουσική) τρεις φθόγγοι ίδιας αξίας ενωμένοι με μία γραμμή, καμπύλη ή αγκύλη, πάνω ή κάτω από αυτές και/ή με τον αριθμό 3, που είναι ίσοι σε αξία με το άθροισμα δύο από αυτών

  Μεταφράσεις επεξεργασία