τράφικινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τράφικινγκ < αγγλική trafficking < traffic < μέση γαλλική trafique < ιταλική traffico < trafficare
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τράφικινγκ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τράφικινγκ