τράος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τράος < τράγος με σίγηση ...• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράος αρσενικό, πληθυντικός τράοι
- (ιδιωματικό) ο τράγος
- ⮡ αμπάδικος τράος, (τράγος χωρίς κέρατα}
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τράος
|
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)