Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλέμαχος < τηλεμάχομαι, ή τηλεμαχαίομαι

  Επίθετο επεξεργασία

τηλέμαχος, -ος, -ον
  1. αυτός που μάχεται από απόσταση
  2. (συνεκδοχικά) ο τοξότης, ο ακοντιστής, ο χειριστής καταπέλτη

Παράγωγα επεξεργασία