τηλέμαχος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλέμαχος < τηλεμάχομαι, ή τηλεμαχαίομαι
Επίθετο επεξεργασία
- τηλέμαχος, -ος, -ον
- αυτός που μάχεται από απόσταση
- (συνεκδοχικά) ο τοξότης, ο ακοντιστής, ο χειριστής καταπέλτη
Παράγωγα επεξεργασία
- Τηλέμαχος (κύριο όνομα)