Δείτε επίσης: Κατηγορία:Τζαμαϊκανή κρεολική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζαμαϊκανά κρεολικά < → δείτε τις λέξεις τζαμαϊκανός και κρεολικός, (ουσιαστικοποιημένο)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

τζαμαϊκανά κρεολικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Τζαμάικα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία