Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεχνούργησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τεχνούργησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τεχνουργώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τεχνουργώ