Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραχρονώ < τετρα- + χρόνος + < αρχαία ελληνική τετραχρονέω

  Ρήμα επεξεργασία

τετραχρονώ

  1. περιλαμβάνω τέσσερις χρόνους
  2. ενεργώ σε τέσσερις χρόνους (περιόδους}

  Μεταφράσεις επεξεργασία