Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεριρέμ < (ηχομιμητική λέξη) (ενδεχομένως < αραβικά τέρενουμ=ψαλμωδία, τερέτισμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεριρέμ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία