Ετυμολογία

επεξεργασία
τεριρέμ < (ηχομιμητική λέξη) (ενδεχομένως < αραβικά τέρενουμ=ψαλμωδία, τερέτισμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεριρέμ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία