τεριρέμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεριρέμ < (ηχομιμητική λέξη) (ενδεχομένως < αραβικά τέρενουμ=ψαλμωδία, τερέτισμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεριρέμ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) λέξη χωρίς σημαινόμενο που επαναλαμβάνεται με παραλλαγές σε μια εκκλησιαστική ακολουθία, προκειμένου αυτή η τελευταία να παραταθεί, δημιουργώντας ευχάριστα ακούσματα και βιώματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεριρέμ
|