Δείτε επίσης: τερατολογῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερατολογώ < αρχαία ελληνική τερατολογέω / τερατολογῶ < τερατολόγος < τέρας + λέγω

τερατολογώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία