Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τεντωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεντώνομαι
  2. θα τεντωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεντώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τεντώνομαι