Δείτε επίσης: τελικῶς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελικώς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική τελικῶς [1] < αρχαία ελληνική τελικός. Συγχρονικά αναλύεται σε τελικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

τελικώς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τελικώς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  • τελικός & -ώςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)