τεθνεώτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τεθνεώτων αρσενικό ή ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του τεθνεώς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
τεθνεώτων αρσενικό ή ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του τεθνεώς