ταχυπορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυπορώ < ταχυπόρος + -ώ < αρχαία ελληνική ταχυπόρος / ταχύπορος
Ρήμα
επεξεργασίαταχυπορώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταχυπορώ | ταχυπορούσα | θα ταχυπορώ | να ταχυπορώ | ταχυπορώντας | |
β' ενικ. | ταχυπορείς | ταχυπορούσες | θα ταχυπορείς | να ταχυπορείς | (ταχυπόρει) | |
γ' ενικ. | ταχυπορεί | ταχυπορούσε | θα ταχυπορεί | να ταχυπορεί | ||
α' πληθ. | ταχυπορούμε | ταχυπορούσαμε | θα ταχυπορούμε | να ταχυπορούμε | ||
β' πληθ. | ταχυπορείτε | ταχυπορούσατε | θα ταχυπορείτε | να ταχυπορείτε | ταχυπορείτε | |
γ' πληθ. | ταχυπορούν(ε) | ταχυπορούσαν(ε) | θα ταχυπορούν(ε) | να ταχυπορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταχυπόρησα | θα ταχυπορήσω | να ταχυπορήσω | ταχυπορήσει | ||
β' ενικ. | ταχυπόρησες | θα ταχυπορήσεις | να ταχυπορήσεις | ταχυπόρησε | ||
γ' ενικ. | ταχυπόρησε | θα ταχυπορήσει | να ταχυπορήσει | |||
α' πληθ. | ταχυπορήσαμε | θα ταχυπορήσουμε | να ταχυπορήσουμε | |||
β' πληθ. | ταχυπορήσατε | θα ταχυπορήσετε | να ταχυπορήσετε | ταχυπορήστε | ||
γ' πληθ. | ταχυπόρησαν ταχυπορήσαν(ε) |
θα ταχυπορήσουν(ε) | να ταχυπορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταχυπορήσει | είχα ταχυπορήσει | θα έχω ταχυπορήσει | να έχω ταχυπορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταχυπορήσει | είχες ταχυπορήσει | θα έχεις ταχυπορήσει | να έχεις ταχυπορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταχυπορήσει | είχε ταχυπορήσει | θα έχει ταχυπορήσει | να έχει ταχυπορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταχυπορήσει | είχαμε ταχυπορήσει | θα έχουμε ταχυπορήσει | να έχουμε ταχυπορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταχυπορήσει | είχατε ταχυπορήσει | θα έχετε ταχυπορήσει | να έχετε ταχυπορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταχυπορήσει | είχαν ταχυπορήσει | θα έχουν ταχυπορήσει | να έχουν ταχυπορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχυπορώ
|