ταχτείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ταχτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάζομαι
- θα ταχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τάζομαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ταχτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάσσομαι
- θα ταχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάσσομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τάσσομαι