Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμιευτικῶς < ελληνιστική κοινή ταμιευτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα

επεξεργασία

ταμιευτικῶς

Συγγενικά

επεξεργασία