Mια ταμειακή μηχανή.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις ταμειακός και μηχανή

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ταμειακή μηχανή θηλυκό

  • μηχανή που χρησιμοποιείται στο ταμείο των εμπορικών καταστημάτων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία