Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Mια ταμειακή μηχανή.

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ταμειακός και μηχανή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ταμειακή μηχανή θηλυκό

  • μηχανή που χρησιμοποιείται στο ταμείο των εμπορικών καταστημάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία