Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τέντωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τέντωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τεντώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τεντώνω