τάπερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τάπερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Tupperware (εμπορική ονομασία αμερικάνικης εταιρείας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάπερ ουδέτερο άκλιτο
- γενική ονομασία για πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων τα οποία έχουν καπάκι που κλείνει με ερμητικό τρόπο