τάιμ άουτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τάιμ άουτ < από το αγγλικό time out
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάιμ άουτ ουδέτερο άκλιτο
- μπασκετικός όρος που σημαίνει την διακοπή και μικρή παύση του αγώνα για να δοθούν οδηγίες στους παίχτες από τον προπονητή.
- κατ’ επέκταση, κάθε μικρή διακοπή, δουλειάς, συζήτησης ή καβγά για ανασυγκρότηση.