Δείτε επίσης: σύγκλεισις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγκλησις (μαρτυρείται από το 1893) [1] < → και δείτε τη λέξη σύγκληση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγκλησις, -εως θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 939, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου