Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολαστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σχολαστικῶς < αρχαία ελληνική σχολαστικός. Συγχρονικά αναλύεται σε σχολαστικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

σχολαστικώς

  Πηγές επεξεργασία