Δείτε επίσης: σφυρηλάτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυρηλάτησις < σφυρηλατῶ (< (ελληνιστική κοινή) σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ), σφυρηλατη- + -σις < αρχαία ελληνική σφυρήλατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφυρηλάτησις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία