Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συσπούδασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συσπούδασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συσπουδάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συσπουδάζω