Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνωριμάζω < συν + ωριμάζω

  Ρήμα επεξεργασία

συνωριμάζω

  • ωριμάζω μαζί με κάτι άλλο, την ίδια περίοδο
    Η νεότερη ελληνική τέχνη γεννιέται και συνωριμάζει παράλληλα και σε διαλεκτική σχέση με το νέο ελληνικό κράτος μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία