συνωριμάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συνωριμάζω
- ωριμάζω μαζί με κάτι άλλο, την ίδια περίοδο
- Η νεότερη ελληνική τέχνη γεννιέται και συνωριμάζει παράλληλα και σε διαλεκτική σχέση με το νέο ελληνικό κράτος μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνωριμάζω | συνωρίμαζα | θα συνωριμάζω | να συνωριμάζω | συνωριμάζοντας | |
β' ενικ. | συνωριμάζεις | συνωρίμαζες | θα συνωριμάζεις | να συνωριμάζεις | συνωρίμαζε | |
γ' ενικ. | συνωριμάζει | συνωρίμαζε | θα συνωριμάζει | να συνωριμάζει | ||
α' πληθ. | συνωριμάζουμε | συνωριμάζαμε | θα συνωριμάζουμε | να συνωριμάζουμε | ||
β' πληθ. | συνωριμάζετε | συνωριμάζατε | θα συνωριμάζετε | να συνωριμάζετε | συνωριμάζετε | |
γ' πληθ. | συνωριμάζουν(ε) | συνωρίμαζαν συνωριμάζαν(ε) |
θα συνωριμάζουν(ε) | να συνωριμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνωρίμασα | θα συνωριμάσω | να συνωριμάσω | συνωριμάσει | ||
β' ενικ. | συνωρίμασες | θα συνωριμάσεις | να συνωριμάσεις | συνωρίμασε | ||
γ' ενικ. | συνωρίμασε | θα συνωριμάσει | να συνωριμάσει | |||
α' πληθ. | συνωριμάσαμε | θα συνωριμάσουμε | να συνωριμάσουμε | |||
β' πληθ. | συνωριμάσατε | θα συνωριμάσετε | να συνωριμάσετε | συνωριμάστε | ||
γ' πληθ. | συνωρίμασαν συνωριμάσαν(ε) |
θα συνωριμάσουν(ε) | να συνωριμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνωριμάσει | είχα συνωριμάσει | θα έχω συνωριμάσει | να έχω συνωριμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνωριμάσει | είχες συνωριμάσει | θα έχεις συνωριμάσει | να έχεις συνωριμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνωριμάσει | είχε συνωριμάσει | θα έχει συνωριμάσει | να έχει συνωριμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνωριμάσει | είχαμε συνωριμάσει | θα έχουμε συνωριμάσει | να έχουμε συνωριμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνωριμάσει | είχατε συνωριμάσει | θα έχετε συνωριμάσει | να έχετε συνωριμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνωριμάσει | είχαν συνωριμάσει | θα έχουν συνωριμάσει | να έχουν συνωριμάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνωριμάζω
|