συνωνέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συνωνέομαι-συνωνοῦμαι (αόριστος συνεπριάμην, δείτε κλίση ὠνέομαι)
- αγοράζω μαζί, όταν πολλοί αγοράζουν πολλά ή μεγάλη ποσότητα του ίδιου
- νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην (οι νησιώτες αγοράζουν ιππικό από δέκα χιλιάδες άλογα)
- δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος φυλάττων Ὠρεόν, ἐν ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο
- γενικά όταν οι αγοραστές είναι πολλοί (όπως το νεοελληνική "αγοράζουν")
- τῆς αὐτῆς τιμῆς πολλὰς ἡμέρας πωλοῦντας, ἕως ὁ συνεωνημένος αὐτοὺς ἐπέλιπε (: θα έπρεπε να πουλούν στην ίδια τιμή για πολλές μέρες μέχρις ότου <το σιτάρι> που είχαν αγοράσει τελείωνε)
- όταν αυτό που αγοράζει κάποιος είναι στον πληθυντικό ή εννοείται μεγάλη ποσότητα, ακόμα κι αν είναι ένας, όταν αγοράζεις μαζί πολλά από το ίδιο
- Ξένος οὐκοῦν καὶ τὸν μαθήματα συνωνούμενον πόλιν τε ἐκ πόλεως νομίσματος ἀμείβοντα ταὐτὸν προσερεῖς ὄνομα;
- εἰ δὲ ... ἀπαγορεύει μηδένα τῶν ἐν τῇ πόλει πλείω σῖτον πεντήκοντα φορμῶν συνωνεῖσθαι.
- (ελληνιστική έννοια) γενικά αγοράζω, ειδικά η μετωχή συνεωνημένος: είχε αγοράσει (ακόμα και ένας αγοραστής, όμως μάλλον όταν ήταν πολλά εκείνα που είχε αγοράσει)
- θηρία τε γὰρ πάμπολλα συνεωνημένος ἐκέλευσε μηδὲν ἀποδόσθαι μηδ᾽ ὑπολιπεῖν (: γιατί <ο Βρούτος> είχε αγοράσει πάρα πολλά θηρία και έδωσε εντολή να μην πουληθεί ή χαραμιστεί κανένα)
- (μεταγενέστερη έννοια) βοηθώ κάποιον να αγοράσει κάτι