Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνωμότησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συνωμότησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συνωμοτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συνωμοτώ