Ετυμολογία

επεξεργασία
συνυπουργέω < συν- + ὑπουργέω

συνυπουργέω

Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
συνυπουργέω
συνυπουργέω
συνυπουργέοιμι
-
σύ
συνυπουργεῖς
συνυπουργέῃς
συνυπουργέοις
συνυπουργεῖ
οὖτος
συνυπουργεῖ
συνυπουργέ
συνυπουργέοι
συνυπουργείτω
ἡμεῖς
συνυπουργέομεν
συνυπουργέωμεν
συνυπουργέοιμεν
-
ὑμεῖς
συνυπουργεῖτε
συνυπουργέητε
συνυπουργέοιτε
συνυπουργεῖτε
οὗτοι
συνυπουργέουσι(ν)
συνυπουργέωσι(ν)
συνυπουργέοιεν
συνυπουργεόντων / συνυπουργείτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
συνυπουργεῖν
συνυπουργέων
συνυπουργέουσα
συνυπουργέον