Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνυπηρέτησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συνυπηρέτησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συνυπηρετώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συνυπηρετώ