συντροφοναύτες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντροφοναύτες < σύντροφος + ναύτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντροφοναύτες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντροφοναύτες
|