Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συντάραξα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συντάραξα
α' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συνταράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
shook
(en)