Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συνθηματολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συνθηματολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συνθηματολογώ