Δείτε επίσης: συνεκτικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνεκτικῶς < αρχαία ελληνική συνεκτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε συνεκτικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

συνεκτικώς

  Πηγές επεξεργασία