συνειδητώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνειδητώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνειδητῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε συνειδητ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
συνειδητώς
Πηγές επεξεργασία
- συνειδητός (& συνειδητά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- συνειδητῶς - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .