Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδείπνησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συνδείπνησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συνδειπνώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συνδειπνώ